-
1 διάστημα
[дьястима] ουσ. о. расстояние, интерваз, промежуток времени,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάστημα
-
2 пространство
-а ουδ.1. χώρος, διάστημα•пространство и время пространство основные формы существования материи ο χώρος και ο χρόνος είναι οι δυο βασικές μορφές της ύπαρξης της ύλης•
воздушное пространство εναέριος χώρος•
безвоздушное пространство το κενόν αέρα•
мировое пространство το Διάστημα.
2. μέρος εδάφους• έκταση•свободное пространство между дверью и окном ελεύθερος χώρος μεταξύ πόρτας και παραθύρου.
3. παλ. διάστημα•пространство времени το χρονικό διάστημα.
εκφρ.боязнь -а – αγοραφοβία•жизненное пространство – ζωτικός χώρος. -
3 пространство
ο χώρος, η έκταση, το διάστημαбесстоечное горн. - χωρίς υποστηρίγματαвыработанное - горн. κενός - εξορύξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пространство
-
4 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
5 промежуток
промежутокм1. (в пространстве) τό διάστημα, ἡ ἀπόσταση·2. (во времени) τό διάστημα, ὁ χρόνος:\промежуток времени τό χρονικό διάστημα. -
6 Bayesian confidence interval
= Bayesian interval; credible interval; credible regionFrench\ \ intervalle de confiance de Bayes; intervalle de BayesGerman\ \ Bayessche Konfidenzintervalle; Bayessche IntervalleDutch\ \ Bayesiaanse betrouwbaarheidsinterval; Bayesiaanse intervalItalian\ \ intervalli di confidenza Bayesiani; intervalli Bayesiani; intervalli credibiliSpanish\ \ intervalo de confianza de Bayes; intervalo de BayesCatalan\ \ interval de confiança de Bayes; interval de BayesPortuguese\ \ intervalos de confiança bayesiano; intervalo bayesiano; intervalo de credibilidade; região de credibilidadeRomanian\ \ -Danish\ \ Bayesiansk konfidensinterval; Bayesiansk interval; troværdig interval; troværdig regionNorwegian\ \ Bayesiansk konfidensintervall; Bayesianske interval; troverdig intervall; troverdig regionenSwedish\ \ Bayesianska konfidensintervall; Bayesiansk intervall; trovärdig intervall; trovärdig regionenGreek\ \ Μπεϋζιανό διάστημα εμπιστοσύνης; Μπεϋζιανό διάστημα; διάστημα αξιοπιστίας; περιοχή αξιοπιστίαςFinnish\ \ Bayes-luottamusvälit; Bayesiläiset intervallitHungarian\ \ Bayes-féle konfidencia intervallumok; Bayes-féle intervallumokTurkish\ \ Bayes güven aralıkları; Bayes aralığı; güvenilir aralık; güvenilir bölgeEstonian\ \ Bayesi usaldusvahemikud; usaldusväärsuse piirkond; Bayesi vahemikud; usaldusväärsuse vahemikudLithuanian\ \ Bayes pasikliautinieji intervalai; Bajeso pasikliautinieji intervalai; Bayes intervalai; Bajeso intervalaiSlovenian\ \ Bayesian intervalom zaupanja; Bayesian interval; verodostojne interval; verodostojne regijiPolish\ \ bayesowskie przedziały ufności; przedziały bayesowskie; przedziały wiarygodneRussian\ \ доверительный интервал БейесаUkrainian\ \ -Serbian\ \ Бајесовски интервал поверења; Бајесов интервал;интервал поузданости; област поузданостиIcelandic\ \ Bayesian öryggisbil; Bayesian hlé; trúverðug hlé; trúverðug svæðinuEuskara\ \ Bayesiar konfiantza tartea; Bayesian tartea; sinesgarria tartea; sinesgarria eskualdeanFarsi\ \ faselehaye etminane Bayezi; faselehaye BayeziPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ حدود الثقة البيزية، الحدود البيزية ؛ الفئة الموثوقةAfrikaans\ \ Bayes-vertrouensinterval; Bayes-interval; geloofwaardigheidsintervalChinese\ \ 贝 叶 斯 置 信 区 间; 贝 叶 斯 区 间; 置 信 区 间Korean\ \ 베이즈 구간 -
7 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
8 срок
-а (-у) α. η προθεσμία, διορία• όριο χρονικό• χρονικό διάστημα•месячный -μηνιαία προθεσμία•
срок службы в армии η στρατιωτική θητεία•
продлить срок на три месяца παρατείνω την προθεσμία για τρεις μήνες•
в, к -у μέσα στην προθεσμία•
я вам даю три дня -у σας δίνω τρεις μέρες προθεσμία (διορία)•
короткий срок σύντομο χρονικό διάστημα•
в кратчайший срок στο συντομότατο χρονικό διάστημα.
εκφρ.без -а – χωρίς προθεσμία, απρόθεσμα•на срок – με προθεσμία•дай, дайте срок – περίμενε, περιμένετε λιγάκι. -
9 интервал
1. (расстояние, промежуток, пространство) το διάστημαединичный - μονό -, μοναδικό -- импульсов мех. - των παλμών- между автомашинами самолетами и т.п. - (απόσταση) ανάμεσα σεαυτοκίνητα, αεροπλάνα κ.λπ2. (муз., физ) το διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интервал
-
10 отрезок
1. (отрезанный кусок чего-л.) το απόκομμα, το τμήμα, το μέρος 2. (ограниченная часть чего-л.) το τμήμα 3. (мат) το ευθύγραμμο τμήμα, (сегмент) το κλειστό διάστημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрезок
-
11 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
12 интервал
-
13 космический
космический κοσμικός* \космическийое пространство το διαπλανητικό διάστημα* \космический корабль το διαστημόπλοιο \космическийая станция ο διαπλανητικός σταθμός* * *косми́ческое простра́нство — το διαπλανητικό διάστημα
косми́ческий кора́бль — το διαστημόπλοιο
косми́ческая ста́нция — ο διαπλανητικός σταθμός
-
14 космос
космос м о κόσμος, το διάστημα; освоение \космоса η κατάχτηση του διαστήματος* * *мο κόσμος, το διάστημαосвое́ние ко́смоса — η κατάχτηση του διαστήματος
-
15 некоторый
некоторый κάποιος" \некоторыйые из нас μερικοί από μας* на \некоторыйое время για ορισμένο διάστημα* * *не́которые из нас — μερικοί από μας
на не́которое вре́мя — για ορισμένο διάστημα
-
16 промежуток
промежуток м в рази. знач. το διάστημα, η απόσταση* η διάρκεια (тк. о времени)* * *м в разн. знач.το διάστημα, η απόσταση; η διάρκεια (тк. о времени) -
17 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
18 срок
срок м η προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορία; в \срок εμπροθέσμως; \сроком до... ισχύει ως τις...* * *мη προθεσμία, το χρονικό διάστημα, η διορίαсроком до... — ισχύει ως τις...
-
19 интервал
интервалм1. τό διάστημα, τό διάλειμμα:с \интервалами κατά διαστήματα, ἐκ διαλειμμάτων2. муз. τό διάστημα -
20 срок
срокм1. (дата, предельный момент) ἡ προθεσμία:в \срок, к \сроку στήν προθεσμία· крайний \срок ἡ τελευταία προθεσμία·2. (промежуток времени) τό χρονικό[ν] διάστημα, ἡ διάρκεια:\срок военной слу́ж-бы ἡ θητεία· за короткий \срок σέ σύντομο διάστημα· в кратчайший \срок πολύ σύντομα, τό συντομώτερον.
См. также в других словарях:
διάστημα — interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
διάστημα — το 1. απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία του τόπου: Έχασα το πορτοφόλι μου στο διάστημα από το σπίτι στο σχολείο. 2. απόσταση χρονική: Δεν εργάστηκε για μεγάλο διάστημα. 3. ο αχανής χώρος πέρα από την ατμόσφαιρα της γης: Γίνονται πια πολλά ταξίδια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
διάστημ' — διάστημα , διάστημα interval neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοπαγετώδεις εποχές — Διάστημα γεωλογικού χρόνου, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο παγετωνικές περιόδους. Στη διάρκειά τους παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης, τήξη των πάγων και άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνεπάγεται… … Dictionary of Greek
διαστημάτεσσι — διάστημα interval neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστημάτων — διάστημα interval neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασι — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήμασιν — διάστημα interval neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστήματα — διάστημα interval neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)